- κιούρτος
- οκαλάθι στο οποίο μπαίνει το δόλωμα για το ψάρεμα, κύρτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος «καλάθι», με προφορά τού -υ ως -ου (πρβλ. σύξυλη: σούξουλη, φρύγανα: φρούγανα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek
κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
παλίγκυρτος — παλίγκυρτος, ὁ (Α) είδος αλιευτικού καλαθιού, ο κιούρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κύρτος «είδος αλιευτικού καλαθιού»] … Dictionary of Greek